πυξός
Смотреть что такое "πυξός" в других словарях:
πύξος — box fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… … Dictionary of Greek
πυξός — ο βλ. πυξάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύξοι — πύξος box fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξοιο — πύξος box fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξον — πύξος box fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξου — πύξος box fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξων — πύξος box fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύξῳ — πύξος box fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYTORUS — a Cytoro, Phrysi fil. conditore, Cotyora Xenoph. Cyteorum Ptol. Urbs et mons Galatiae, in quo buxus plurima nascebatur. Strabo, l. 11. Πλείςτη δὲ καὶ ἀρίςτη πύξος φύεται κατα τὴν Α᾿μμςτριανὴν, καὶ μάλιςτα περὶ τὸν Κύτωρον. Catullus, Epigr. 4. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
παράπυξος — ον, Α επικαλυμμένος με λεπτές σανίδες πύξου («παράπυξος κλίνη», Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πυξός (πρβλ. ονό πυξος)] … Dictionary of Greek